τόξευμα
τόξευμα
τόξευμα, ατος, τό,
from τοξεύω
that which is shot, an arrow, Hdt., Eur., etc.; ὅσον τ. ἐξικνέεται the distance of a bowshot, Hdt.; πρὶν τ. ἐξικνεῖσθαι before an arrow reached them, Xen.; ἐντὸς τοξεύματος within bow-shot, Xen.; ἔξω τοξεύματος Thuc.:—metaph., καρδίας τοξεύματα Soph.
collective in pl. for οἱ τοξόται, the archery, Hdt.