Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τομός
τόμος
τονάριον
τονθορύζω
τόνος
τονῦν
τοξάζομαι
τοξαλκέτης
τοξάριον
τόξαρχος
τόξευμα
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξικός
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τόξον
τοξοποιέω
τοξοσύνη
τοξότης
View word page
τόξευμα
τόξευμα τόξευμα, ατος, τό, from τοξεύω that which is shot, an arrow, Hdt., Eur., etc.; ὅσον τ. ἐξικνέεται the distance of a bowshot, Hdt.; πρὶν τ. ἐξικνεῖσθαι before an arrow reached them, Xen.; ἐντὸς τοξεύματος within bow-shot, Xen.; ἔξω τοξεύματος Thuc.:—metaph., καρδίας τοξεύματα Soph. collective in pl. for οἱ τοξόται, the archery, Hdt.

ShortDef

that which is shot, an arrow

Debugging

Headword:
τόξευμα
Headword (normalized):
τόξευμα
Headword (normalized/stripped):
τοξευμα
IDX:
32759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32796
Key:
to/ceuma

Data

{'content': 'τόξευμα\n τόξευμα, ατος, τό,\n from τοξεύω\n that which is shot, an arrow, Hdt., Eur., etc.; ὅσον τ. ἐξικνέεται the distance of a bowshot, Hdt.; πρὶν τ. ἐξικνεῖσθαι before an arrow reached them, Xen.; ἐντὸς τοξεύματος within bow-shot, Xen.; ἔξω τοξεύματος Thuc.:—metaph., καρδίας τοξεύματα Soph.\n collective in pl. for οἱ τοξόται, the archery, Hdt.', 'key': 'to/ceuma'}