Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τομή
τόμιον
τομός
τόμος
τονάριον
τονθορύζω
τόνος
τονῦν
τοξάζομαι
τοξαλκέτης
τοξάριον
τόξαρχος
τόξευμα
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξικός
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
τόξον
τοξοποιέω
View word page
τοξάριον
τοξάριον τοξάριον (ᾰ), ου, τό, Dim. of τόξον, Luc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τοξάριον
Headword (normalized):
τοξάριον
Headword (normalized/stripped):
τοξαριον
IDX:
32757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32794
Key:
toca/rion

Data

{'content': 'τοξάριον\n τοξάριον (ᾰ), ου, τό,\n Dim. of τόξον, Luc.', 'key': 'toca/rion'}