Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τομάω
τομεύς
τομή
τόμιον
τομός
τόμος
τονάριον
τονθορύζω
τόνος
τονῦν
τοξάζομαι
τοξαλκέτης
τοξάριον
τόξαρχος
τόξευμα
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξικός
τοξοβόλος
τοξόδαμνος
View word page
τοξάζομαι
τοξάζομαι τοξάζομαι, τόξον Dep. to shoot with a bow, Od.; c. gen. to shoot at, Od.
ShortDef
to shoot with a bow
Debugging
Headword:
τοξάζομαι
Headword (normalized):
τοξάζομαι
Headword (normalized/stripped):
τοξαζομαι
IDX:
32755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32792
Key:
toca/zomai
Data
{'content': 'τοξάζομαι\n τοξάζομαι,\n τόξον\n Dep. to shoot with a bow, Od.; c. gen. to shoot at, Od.', 'key': 'toca/zomai'}