Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιμάχομαι
ἀντιμεθέλκω
ἀντιμεθίστημι
ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμερίζομαι
ἀντιμέτειμι
ἀντιμετρέω
ἀντιμέτωπος
ἀντιμηχανάομαι
ἀντιμίμησις
ἀντιμισθία
ἀντίμισθος
ἀντιμοιρεί
ἀντίμολπος
ἀντίμορφος
ἀντιναυπηγέω
ἀντινικάω
ἀντινομία
ἀντιξοέω
View word page
ἀντιμηχανάομαι
ἀντιμηχανάομαι to contrive against or in opposition, Hdt., Thuc.
ShortDef
to contrive against
Debugging
Headword:
ἀντιμηχανάομαι
Headword (normalized):
ἀντιμηχανάομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιμηχαναομαι
IDX:
3278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3279
Key:
a)ntimhxana/omai
Data
{'content': 'ἀντιμηχανάομαι\n to contrive against or in opposition, Hdt., Thuc.', 'key': 'a)ntimhxana/omai'}