Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τολοιπόν
τολυπεύω
τολύπη
τομαῖος
τομάω
τομεύς
τομή
τόμιον
τομός
τόμος
τονάριον
τονθορύζω
τόνος
τονῦν
τοξάζομαι
τοξαλκέτης
τοξάριον
τόξαρχος
τόξευμα
τοξευτός
τοξεύω
View word page
τονάριον
τονάριον τονάριον (ᾰ), ου, τό, τόνος a pitch-pipe, Plut.
ShortDef
a pitch-pipe
Debugging
Headword:
τονάριον
Headword (normalized):
τονάριον
Headword (normalized/stripped):
τοναριον
IDX:
32751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32788
Key:
tona/rion
Data
{'content': 'τονάριον\n τονάριον (ᾰ), ου, τό,\n τόνος\n a pitch-pipe, Plut.', 'key': 'tona/rion'}