Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τολμητός
τολοιπόν
τολυπεύω
τολύπη
τομαῖος
τομάω
τομεύς
τομή
τόμιον
τομός
τόμος
τονάριον
τονθορύζω
τόνος
τονῦν
τοξάζομαι
τοξαλκέτης
τοξάριον
τόξαρχος
τόξευμα
τοξευτός
View word page
τόμος
τόμος τόμος, ὁ, τέμνω a cut, slice, Batr., Ar. part of a book, a tome, volume,

ShortDef

a cut, slice

Debugging

Headword:
τόμος
Headword (normalized):
τόμος
Headword (normalized/stripped):
τομος
IDX:
32750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32787
Key:
to/mos

Data

{'content': 'τόμος\n τόμος, ὁ,\n τέμνω\n a cut, slice, Batr., Ar.\n part of a book, a tome, volume,', 'key': 'to/mos'}