Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τολμητής
τολμητός
τολοιπόν
τολυπεύω
τολύπη
τομαῖος
τομάω
τομεύς
τομή
τόμιον
τομός
τόμος
τονάριον
τονθορύζω
τόνος
τονῦν
τοξάζομαι
τοξαλκέτης
τοξάριον
τόξαρχος
τόξευμα
View word page
τομός
τομός τομός, ή, όν verb. adj. of τέμνω cutting, ἕστηκεν ᾗ τομώτατος is placed as it will cut sharpest, Soph.

ShortDef

cutting

Debugging

Headword:
τομός
Headword (normalized):
τομός
Headword (normalized/stripped):
τομος
IDX:
32749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32786
Key:
tomo/s

Data

{'content': 'τομός\n τομός, ή, όν\n verb. adj. of τέμνω\n cutting, ἕστηκεν ᾗ τομώτατος is placed as it will cut sharpest, Soph.', 'key': 'tomo/s'}