Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τολοιπόν
τολυπεύω
τολύπη
τομαῖος
τομάω
τομεύς
τομή
τόμιον
τομός
τόμος
τονάριον
τονθορύζω
τόνος
τονῦν
τοξάζομαι
τοξαλκέτης
τοξάριον
τόξαρχος
View word page
τόμιον
τόμιον τόμιον, ου, τό, τομή a victim cut up for sacrifice; τὰ τόμια the parts of the victim, Dem.
ShortDef
a victim cut up
Debugging
Headword:
τόμιον
Headword (normalized):
τόμιον
Headword (normalized/stripped):
τομιον
IDX:
32748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32785
Key:
to/mion
Data
{'content': 'τόμιον\n τόμιον, ου, τό,\n τομή\n a victim cut up for sacrifice; τὰ τόμια the parts of the victim, Dem.', 'key': 'to/mion'}