Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τόλμημα
τολμηρός
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τολοιπόν
τολυπεύω
τολύπη
τομαῖος
τομάω
τομεύς
τομή
τόμιον
τομός
τόμος
τονάριον
τονθορύζω
τόνος
τονῦν
τοξάζομαι
τοξαλκέτης
View word page
τομεύς
τομεύς τομεύς, έως, ὁ, τεμεῖν one that cuts, a shoemakerʼs knife, Plat.: the edge of a knife, Xen.
ShortDef
one that cuts, sector
Debugging
Headword:
τομεύς
Headword (normalized):
τομεύς
Headword (normalized/stripped):
τομευς
IDX:
32746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32783
Key:
tomeu/s
Data
{'content': 'τομεύς\n τομεύς, έως, ὁ,\n τεμεῖν\n one that cuts, a shoemakerʼs knife, Plat.: the edge of a knife, Xen.', 'key': 'tomeu/s'}