Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τολμάω
τόλμημα
τολμηρός
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τολοιπόν
τολυπεύω
τολύπη
τομαῖος
τομάω
τομεύς
τομή
τόμιον
τομός
τόμος
τονάριον
τονθορύζω
τόνος
τονῦν
τοξάζομαι
View word page
τομάω
τομάω τομάω, τομή only in part. to need cutting, πρὸς τομῶντι πήματι for a disease that needs the knife, Soph.
ShortDef
to need cutting
Debugging
Headword:
τομάω
Headword (normalized):
τομάω
Headword (normalized/stripped):
τομαω
IDX:
32745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32782
Key:
toma/w
Data
{'content': 'τομάω\n τομάω,\n τομή\n only in part.\n to need cutting, πρὸς τομῶντι πήματι for a disease that needs the knife, Soph.', 'key': 'toma/w'}