Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τόλμα
τολμάω
τόλμημα
τολμηρός
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τολοιπόν
τολυπεύω
τολύπη
τομαῖος
τομάω
τομεύς
τομή
τόμιον
τομός
τόμος
τονάριον
τονθορύζω
τόνος
τονῦν
View word page
τομαῖος
τομαῖος τομαῖος, α, ον τομή cut, cut off, Aesch., Eur. cut in pieces, cut or shredded ready for use, Aesch.
ShortDef
cut, cut off
Debugging
Headword:
τομαῖος
Headword (normalized):
τομαῖος
Headword (normalized/stripped):
τομαιος
IDX:
32744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32781
Key:
tomai=os
Data
{'content': 'τομαῖος\n τομαῖος, α, ον\n τομή\n cut, cut off, Aesch., Eur.\n cut in pieces, cut or shredded ready for use, Aesch.', 'key': 'tomai=os'}