Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάω
τόλμημα
τολμηρός
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τολοιπόν
τολυπεύω
τολύπη
τομαῖος
τομάω
τομεύς
τομή
τόμιον
τομός
τόμος
View word page
τολμητός
τολμητός τολμητός, ή, όν verb. adj. of τολμάω to be ventured; ἔστʼ ἐκείνῳ πάντα τολμητά all things are within the compass of his daring, Soph.; ἐλπὶς τ. Eur.

ShortDef

to be ventured

Debugging

Headword:
τολμητός
Headword (normalized):
τολμητός
Headword (normalized/stripped):
τολμητος
IDX:
32740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32777
Key:
tolmhto/s

Data

{'content': 'τολμητός\n τολμητός, ή, όν\n verb. adj. of τολμάω\n to be ventured; ἔστʼ ἐκείνῳ πάντα τολμητά all things are within the compass of his daring, Soph.; ἐλπὶς τ. Eur.', 'key': 'tolmhto/s'}