Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάω
τόλμημα
τολμηρός
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τολοιπόν
τολυπεύω
τολύπη
τομαῖος
τομάω
τομεύς
τομή
τόμιον
τομός
View word page
τολμητής
τολμητής τολμητής, οῦ, ὁ, τολμάω a bold, venturous man, Thuc.
ShortDef
a bold, venturous man
Debugging
Headword:
τολμητής
Headword (normalized):
τολμητής
Headword (normalized/stripped):
τολμητης
IDX:
32739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32776
Key:
tolmhth/s
Data
{'content': 'τολμητής\n τολμητής, οῦ, ὁ,\n τολμάω\n a bold, venturous man, Thuc.', 'key': 'tolmhth/s'}