Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάω
τόλμημα
τολμηρός
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τολοιπόν
τολυπεύω
τολύπη
τομαῖος
τομάω
τομεύς
τομή
τόμιον
View word page
τολμητέος
τολμητέος τολμητέος, ον, verb. adj. of τολμάω one must venture, Eur.
ShortDef
one must venture
Debugging
Headword:
τολμητέος
Headword (normalized):
τολμητέος
Headword (normalized/stripped):
τολμητεος
IDX:
32738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32775
Key:
tolmhte/os
Data
{'content': 'τολμητέος\n τολμητέος, ον,\n verb. adj. of τολμάω\n one must venture, Eur.', 'key': 'tolmhte/os'}