τολμηρός
τολμηρός
τολμηρός, ά, όν
τολμάω
= τολμήεις, Thuc.
τὸ τολμηρόν τινος his hardihood, Thuc.; adv. -ρῶς, Thuc.; comp. -ότερον, Thuc.
{
"content": "τολμηρός\n τολμηρός, ά, όν\n τολμάω\n = τολμήεις, Thuc.\n τὸ τολμηρόν τινος his hardihood, Thuc.; adv. -ρῶς, Thuc.; comp. -ότερον, Thuc.",
"key": "tolmhro/s"
}