Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τοκίζω
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάω
τόλμημα
τολμηρός
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τολοιπόν
τολυπεύω
τολύπη
τομαῖος
τομάω
τομεύς
τομή
View word page
τολμηρός
τολμηρός τολμηρός, ά, όν τολμάω = τολμήεις, Thuc. τὸ τολμηρόν τινος his hardihood, Thuc.; adv. -ρῶς, Thuc.; comp. -ότερον, Thuc.

ShortDef

daring (adj)

Debugging

Headword:
τολμηρός
Headword (normalized):
τολμηρός
Headword (normalized/stripped):
τολμηρος
IDX:
32737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32774
Key:
tolmhro/s

Data

{'content': 'τολμηρός\n τολμηρός, ά, όν\n τολμάω\n = τολμήεις, Thuc.\n τὸ τολμηρόν τινος his hardihood, Thuc.; adv. -ρῶς, Thuc.; comp. -ότερον, Thuc.', 'key': 'tolmhro/s'}