Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τοιχωρύχος
τοκάς
τοκετός
τοκεύς
τοκίζω
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάω
τόλμημα
τολμηρός
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τολοιπόν
τολυπεύω
τολύπη
View word page
τοκοφορέω
τοκοφορέω τοκο-φορέω, fut. -ήσω to bring in interest, Dem.
ShortDef
to bring in interest
Debugging
Headword:
τοκοφορέω
Headword (normalized):
τοκοφορέω
Headword (normalized/stripped):
τοκοφορεω
IDX:
32733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32770
Key:
tokofore/w
Data
{'content': 'τοκοφορέω\n τοκο-φορέω,\n fut. -ήσω\n to bring in interest, Dem.', 'key': 'tokofore/w'}