Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιμαρτυρέω
ἀντιμαρτύρομαι
ἀντιμάχομαι
ἀντιμεθέλκω
ἀντιμεθίστημι
ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμερίζομαι
ἀντιμέτειμι
ἀντιμετρέω
ἀντιμέτωπος
ἀντιμηχανάομαι
ἀντιμίμησις
ἀντιμισθία
ἀντίμισθος
ἀντιμοιρεί
ἀντίμολπος
ἀντίμορφος
ἀντιναυπηγέω
ἀντινικάω
View word page
ἀντιμετρέω
ἀντιμετρέω to measure out in turn, to give in compensation, Luc.: Pass. to be measured in turn, NTest.
ShortDef
to measure out in turn, to give in compensation
Debugging
Headword:
ἀντιμετρέω
Headword (normalized):
ἀντιμετρέω
Headword (normalized/stripped):
αντιμετρεω
IDX:
3276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3277
Key:
a)ntimetre/w
Data
{'content': 'ἀντιμετρέω\n to measure out in turn, to give in compensation, Luc.: Pass. to be measured in turn, NTest.', 'key': 'a)ntimetre/w'}