Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τοῖχος
τοιχωρυχέω
τοιχωρύχος
τοκάς
τοκετός
τοκεύς
τοκίζω
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάω
τόλμημα
τολμηρός
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
τολοιπόν
View word page
τοκογλύφος
τοκογλύφος τοκο-γλύφος (ῠ), ὁ, γλύφω one who carves out interest, a sordid usurer, Luc.

ShortDef

one who carves out interest, a sordid usurer

Debugging

Headword:
τοκογλύφος
Headword (normalized):
τοκογλύφος
Headword (normalized/stripped):
τοκογλυφος
IDX:
32731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32768
Key:
tokoglu/fos

Data

{'content': 'τοκογλύφος\n τοκο-γλύφος (ῠ), ὁ,\n γλύφω\n one who carves out interest, a sordid usurer, Luc.', 'key': 'tokoglu/fos'}