Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τοι
τοῖχος
τοιχωρυχέω
τοιχωρύχος
τοκάς
τοκετός
τοκεύς
τοκίζω
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάω
τόλμημα
τολμηρός
τολμητέος
τολμητής
τολμητός
View word page
τοκογλυφέω
τοκογλυφέω τοκογλῠφέω, fut. -ήσω to practise sordid usury, Luc.
ShortDef
to practise sordid usury
Debugging
Headword:
τοκογλυφέω
Headword (normalized):
τοκογλυφέω
Headword (normalized/stripped):
τοκογλυφεω
IDX:
32730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32767
Key:
tokoglufe/w
Data
{'content': 'τοκογλυφέω\n τοκογλῠφέω,\n fut. -ήσω\n to practise sordid usury, Luc.', 'key': 'tokoglufe/w'}