Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τοιουτώδης
τοι
τοῖχος
τοιχωρυχέω
τοιχωρύχος
τοκάς
τοκετός
τοκεύς
τοκίζω
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάω
τόλμημα
τολμηρός
τολμητέος
τολμητής
View word page
τοκιστής
τοκιστής τοκιστής, οῦ, ὁ, from τοκίζω an usurer, Plat., Arist.
ShortDef
an usurer
Debugging
Headword:
τοκιστής
Headword (normalized):
τοκιστής
Headword (normalized/stripped):
τοκιστης
IDX:
32729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32766
Key:
tokisth/s
Data
{'content': 'τοκιστής\n τοκιστής, οῦ, ὁ,\n from τοκίζω\n an usurer, Plat., Arist.', 'key': 'tokisth/s'}