Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τοιουτότροπος
τοιουτώδης
τοι
τοῖχος
τοιχωρυχέω
τοιχωρύχος
τοκάς
τοκετός
τοκεύς
τοκίζω
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάω
τόλμημα
τολμηρός
τολμητέος
View word page
τοκισμός
τοκισμός from τοκίζω τοκισμός, οῦ, ὁ, the practice of usury, Xen.

ShortDef

the practice of usury

Debugging

Headword:
τοκισμός
Headword (normalized):
τοκισμός
Headword (normalized/stripped):
τοκισμος
IDX:
32728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32765
Key:
tokismo/s

Data

{'content': 'τοκισμός\n from τοκίζω\n τοκισμός, οῦ, ὁ,\n the practice of usury, Xen.', 'key': 'tokismo/s'}