Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τοιοῦτος
τοιουτότροπος
τοιουτώδης
τοι
τοῖχος
τοιχωρυχέω
τοιχωρύχος
τοκάς
τοκετός
τοκεύς
τοκίζω
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάω
τόλμημα
τολμηρός
View word page
τοκίζω
τοκίζω τοκίζω, τόκος II. 2 to lend on interest, Lat. faenerari, Dem.; τ. τόκον to practise usury, Anth.
ShortDef
to lend on interest
Debugging
Headword:
τοκίζω
Headword (normalized):
τοκίζω
Headword (normalized/stripped):
τοκιζω
IDX:
32727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32764
Key:
toki/zw
Data
{'content': 'τοκίζω\n τοκίζω,\n τόκος II. 2\n to lend on interest, Lat. faenerari, Dem.; τ. τόκον to practise usury, Anth.', 'key': 'toki/zw'}