Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τοῖος
τοιοῦτος
τοιουτότροπος
τοιουτώδης
τοι
τοῖχος
τοιχωρυχέω
τοιχωρύχος
τοκάς
τοκετός
τοκεύς
τοκίζω
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάω
τόλμημα
View word page
τοκεύς
τοκεύς τοκεύς, έως, ὁ, τίκτω one who begets, a father, Hes.; generally, a parent, Aesch.:—mostly, in pl. τοκεῖς Epic τοκῆες, parents, Hom., Hdt., Trag., etc.;—in dual, τοκῆε δύω Od.

ShortDef

one who begets, a father

Debugging

Headword:
τοκεύς
Headword (normalized):
τοκεύς
Headword (normalized/stripped):
τοκευς
IDX:
32726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32763
Key:
tokeu/s

Data

{'content': 'τοκεύς\n τοκεύς, έως, ὁ,\n τίκτω\n one who begets, a father, Hes.; generally, a parent, Aesch.:—mostly, in pl. τοκεῖς Epic τοκῆες, parents, Hom., Hdt., Trag., etc.;—in dual, τοκῆε δύω Od.', 'key': 'tokeu/s'}