Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τοιόσδε
τοῖος
τοιοῦτος
τοιουτότροπος
τοιουτώδης
τοι
τοῖχος
τοιχωρυχέω
τοιχωρύχος
τοκάς
τοκετός
τοκεύς
τοκίζω
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμάω
View word page
τοκετός
τοκετός τοκετός, οῦ, ὁ, = τοκός birth, delivery, Anth.
ShortDef
birth, delivery
Debugging
Headword:
τοκετός
Headword (normalized):
τοκετός
Headword (normalized/stripped):
τοκετος
IDX:
32725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32762
Key:
toketo/s
Data
{'content': 'τοκετός\n τοκετός, οῦ, ὁ,\n = τοκός\n birth, delivery, Anth.', 'key': 'toketo/s'}