Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τοιγάρ
τοίνυν
τοιόσδε
τοῖος
τοιοῦτος
τοιουτότροπος
τοιουτώδης
τοι
τοῖχος
τοιχωρυχέω
τοιχωρύχος
τοκάς
τοκετός
τοκεύς
τοκίζω
τοκισμός
τοκιστής
τοκογλυφέω
τοκογλύφος
τόκος
τοκοφορέω
View word page
τοιχωρύχος
τοιχωρύχος τοιχ-ωρύχος (ῠ), ὁ, ὀρύσσω one who digs through the wall, i. e. a housebreaker, burglar, robber, Ar.

ShortDef

one who digs through the wall

Debugging

Headword:
τοιχωρύχος
Headword (normalized):
τοιχωρύχος
Headword (normalized/stripped):
τοιχωρυχος
IDX:
32723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32760
Key:
toixwru/xos

Data

{'content': 'τοιχωρύχος\n τοιχ-ωρύχος (ῠ), ὁ,\n ὀρύσσω\n one who digs through the wall, i. e. a housebreaker, burglar, robber, Ar.', 'key': 'toixwru/xos'}