Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τμητός
Τμῶλος
τόθεν
τόθι
τοιγάρ
τοίνυν
τοιόσδε
τοῖος
τοιοῦτος
τοιουτότροπος
τοιουτώδης
τοι
τοῖχος
τοιχωρυχέω
τοιχωρύχος
τοκάς
τοκετός
τοκεύς
τοκίζω
τοκισμός
τοκιστής
View word page
τοιουτώδης
τοιουτώδης τοιουτ-ώδης, ες εἶδος of such kind, Luc.

ShortDef

of such kind

Debugging

Headword:
τοιουτώδης
Headword (normalized):
τοιουτώδης
Headword (normalized/stripped):
τοιουτωδης
IDX:
32719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32756
Key:
toioutw/dhs

Data

{'content': 'τοιουτώδης\n τοιουτ-ώδης, ες\n εἶδος\n of such kind, Luc.', 'key': 'toioutw/dhs'}