Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιμαίνομαι
ἀντιμανθάνω
ἀντιμαρτυρέω
ἀντιμαρτύρομαι
ἀντιμάχομαι
ἀντιμεθέλκω
ἀντιμεθίστημι
ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμερίζομαι
ἀντιμέτειμι
ἀντιμετρέω
ἀντιμέτωπος
ἀντιμηχανάομαι
ἀντιμίμησις
ἀντιμισθία
ἀντίμισθος
ἀντιμοιρεί
ἀντίμολπος
ἀντίμορφος
View word page
ἀντιμερίζομαι
ἀντιμερίζομαι Dep. to impart in turn, Anth.

ShortDef

to impart in turn

Debugging

Headword:
ἀντιμερίζομαι
Headword (normalized):
ἀντιμερίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιμεριζομαι
IDX:
3274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3275
Key:
a)ntimeri/zomai

Data

{'content': 'ἀντιμερίζομαι\n Dep. to impart in turn, Anth.', 'key': 'a)ntimeri/zomai'}