Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τλημοσύνη
τλήμων
τλησικάρδιος
τλητός
τμήγω
τμήδην
τμῆμα
τμῆσις
τμητέος
τμητοσίδηρος
τμητός
Τμῶλος
τόθεν
τόθι
τοιγάρ
τοίνυν
τοιόσδε
τοῖος
τοιοῦτος
τοιουτότροπος
τοιουτώδης
View word page
τμητός
τμητός τμητός, ή, όν τέμνω cut, shaped by cutting, Soph., Eur. that can be cut or severed, Theocr.
ShortDef
cut, shaped by cutting
Debugging
Headword:
τμητός
Headword (normalized):
τμητός
Headword (normalized/stripped):
τμητος
IDX:
32709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32746
Key:
tmhto/s
Data
{'content': 'τμητός\n τμητός, ή, όν\n τέμνω\n cut, shaped by cutting, Soph., Eur.\n that can be cut or severed, Theocr.', 'key': 'tmhto/s'}