Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τλήθυμος
τλημόνως
τλημοσύνη
τλήμων
τλησικάρδιος
τλητός
τμήγω
τμήδην
τμῆμα
τμῆσις
τμητέος
τμητοσίδηρος
τμητός
Τμῶλος
τόθεν
τόθι
τοιγάρ
τοίνυν
τοιόσδε
τοῖος
τοιοῦτος
View word page
τμητέος
τμητέος τμητέος, ον, verb. adj. of τέμνω one must cut, Plat.
ShortDef
one must cut
Debugging
Headword:
τμητέος
Headword (normalized):
τμητέος
Headword (normalized/stripped):
τμητεος
IDX:
32707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32744
Key:
tmhte/os
Data
{'content': 'τμητέος\n τμητέος, ον,\n verb. adj. of τέμνω\n one must cut, Plat.', 'key': 'tmhte/os'}