Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τίω
τλάω
τλήθυμος
τλημόνως
τλημοσύνη
τλήμων
τλησικάρδιος
τλητός
τμήγω
τμήδην
τμῆμα
τμῆσις
τμητέος
τμητοσίδηρος
τμητός
Τμῶλος
τόθεν
τόθι
τοιγάρ
τοίνυν
τοιόσδε
View word page
τμῆμα
τμῆμα τμῆμα, ατος, τό, τέμνω, τμήγω a part cut off, a section, piece, Plat. a cut, incision, wound, Plat.

ShortDef

a part cut off, a section, piece

Debugging

Headword:
τμῆμα
Headword (normalized):
τμῆμα
Headword (normalized/stripped):
τμημα
IDX:
32705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32742
Key:
tmh=ma

Data

{'content': 'τμῆμα\n τμῆμα, ατος, τό,\n τέμνω, τμήγω\n a part cut off, a section, piece, Plat.\n a cut, incision, wound, Plat.', 'key': 'tmh=ma'}