Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τιτύσκομαι
τίφη
τῖφος
τίω
τλάω
τλήθυμος
τλημόνως
τλημοσύνη
τλήμων
τλησικάρδιος
τλητός
τμήγω
τμήδην
τμῆμα
τμῆσις
τμητέος
τμητοσίδηρος
τμητός
Τμῶλος
τόθεν
τόθι
View word page
τλητός
τλητός τλητός, ή, όν verb. adj.of *τλάω: act. suffering, enduring, patient, steadfast, Il. pass., with a negat., οὐ τλ. not to be endured, intolerable, Trag.
ShortDef
suffering, enduring, patient, steadfast
Debugging
Headword:
τλητός
Headword (normalized):
τλητός
Headword (normalized/stripped):
τλητος
IDX:
32702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32739
Key:
tlhto/s
Data
{'content': 'τλητός\n τλητός, ή, όν\n verb. adj.of *τλάω:\n act. suffering, enduring, patient, steadfast, Il.\n pass., with a negat., οὐ τλ. not to be endured, intolerable, Trag.', 'key': 'tlhto/s'}