Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Τίτυρος
τιτύσκομαι
τίφη
τῖφος
τίω
τλάω
τλήθυμος
τλημόνως
τλημοσύνη
τλήμων
τλησικάρδιος
τλητός
τμήγω
τμήδην
τμῆμα
τμῆσις
τμητέος
τμητοσίδηρος
τμητός
Τμῶλος
τόθεν
View word page
τλησικάρδιος
τλησικάρδιος τλησῑ-κάρδιος, ον, καρδία hard-hearted, Aesch. miserable, Aesch.
ShortDef
hard-hearted
Debugging
Headword:
τλησικάρδιος
Headword (normalized):
τλησικάρδιος
Headword (normalized/stripped):
τλησικαρδιος
IDX:
32701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32738
Key:
tlhsika/rdios
Data
{'content': 'τλησικάρδιος\n τλησῑ-κάρδιος, ον,\n καρδία\n hard-hearted, Aesch.\n miserable, Aesch.', 'key': 'tlhsika/rdios'}