Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Τιτυοκτόνος
Τιτυός
Τίτυρος
τιτύσκομαι
τίφη
τῖφος
τίω
τλάω
τλήθυμος
τλημόνως
τλημοσύνη
τλήμων
τλησικάρδιος
τλητός
τμήγω
τμήδην
τμῆμα
τμῆσις
τμητέος
τμητοσίδηρος
τμητός
View word page
τλημοσύνη
τλημοσύνη τλημοσύνη, ἡ, that which is to be endured, misery, distress, in pl., Hhymn. endurance, Plut.

ShortDef

that which is to be endured, misery, distress

Debugging

Headword:
τλημοσύνη
Headword (normalized):
τλημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
τλημοσυνη
IDX:
32699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32736
Key:
tlhmosu/nh

Data

{'content': 'τλημοσύνη\n τλημοσύνη, ἡ,\n that which is to be endured, misery, distress, in pl., Hhymn.\n endurance, Plut.', 'key': 'tlhmosu/nh'}