Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τιτρώσκω
Τιτυοκτόνος
Τιτυός
Τίτυρος
τιτύσκομαι
τίφη
τῖφος
τίω
τλάω
τλήθυμος
τλημόνως
τλημοσύνη
τλήμων
τλησικάρδιος
τλητός
τμήγω
τμήδην
τμῆμα
τμῆσις
τμητέος
τμητοσίδηρος
View word page
τλημόνως
τλημόνως adverb of τλήμων.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τλημόνως
Headword (normalized):
τλημόνως
Headword (normalized/stripped):
τλημονως
IDX:
32698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32735
Key:
tlhmo/nws
Data
{'content': 'τλημόνως\n adverb of τλήμων.', 'key': 'tlhmo/nws'}