Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τίτθη
τιτθίον
τιτθός
τίτλος
τιτρώσκω
Τιτυοκτόνος
Τιτυός
Τίτυρος
τιτύσκομαι
τίφη
τῖφος
τίω
τλάω
τλήθυμος
τλημόνως
τλημοσύνη
τλήμων
τλησικάρδιος
τλητός
τμήγω
τμήδην
View word page
τῖφος
τῖφος τῖφος, ος, εος, τό, standing water, a pond, pool, marsh, Theocr. deriv. uncertain

ShortDef

standing water, a pond, pool, marsh

Debugging

Headword:
τῖφος
Headword (normalized):
τῖφος
Headword (normalized/stripped):
τιφος
IDX:
32694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32731
Key:
ti=fos

Data

{'content': 'τῖφος\n τῖφος, ος, εος, τό,\n standing water, a pond, pool, marsh, Theocr.\n \n deriv. uncertain', 'key': 'ti=fos'}