Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Τιτανοκράτωρ
Τιτανοκτόνος
τίτανος
Τιτάν
Τιτανώδης
τίτης
τιτθεία
τιτθεύω
τίτθη
τιτθίον
τιτθός
τίτλος
τιτρώσκω
Τιτυοκτόνος
Τιτυός
Τίτυρος
τιτύσκομαι
τίφη
τῖφος
τίω
τλάω
View word page
τιτθός
τιτθός τιτθός, οῦ, ὁ, *θάω a teat, nipple, Lys..
ShortDef
a woman’s breast
Debugging
Headword:
τιτθός
Headword (normalized):
τιτθός
Headword (normalized/stripped):
τιτθος
IDX:
32686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32723
Key:
titqo/s
Data
{'content': 'τιτθός\n τιτθός, οῦ, ὁ,\n *θάω\n a teat, nipple, Lys..', 'key': 'titqo/s'}