Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιλυπέω
ἀντίλυρος
ἀντίλυτρον
ἀντιμαίνομαι
ἀντιμανθάνω
ἀντιμαρτυρέω
ἀντιμαρτύρομαι
ἀντιμάχομαι
ἀντιμεθέλκω
ἀντιμεθίστημι
ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμερίζομαι
ἀντιμέτειμι
ἀντιμετρέω
ἀντιμέτωπος
ἀντιμηχανάομαι
ἀντιμίμησις
ἀντιμισθία
ἀντίμισθος
View word page
ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμειρακιεύομαι Dep. to behave petulantly in return, πρός τινα Plut.

ShortDef

to behave petulantly in return

Debugging

Headword:
ἀντιμειρακιεύομαι
Headword (normalized):
ἀντιμειρακιεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιμειρακιευομαι
IDX:
3271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3272
Key:
a)ntimeirakieu/omai

Data

{'content': 'ἀντιμειρακιεύομαι\n Dep. to behave petulantly in return, πρός τινα Plut.', 'key': 'a)ntimeirakieu/omai'}