Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τιμητός
τίμιος
τιμιότης
τιμοκρατία
τιμοκρατικός
τῖμος
τιμωρέω
τιμώρημα
τιμωρητέος
τιμωρητήρ
τιμωρητικός
τιμωρία
τιμωρός
τίναγμα
τινάκτειρα
τινάκτωρ
τινάσσω
τίνυμαι
τίνω
τιό
τίποτε
View word page
τιμωρητικός
τιμωρητικός τῑμωρητικός, ή, όν from τιμωρέω revengeful, Arist.; τὰ τιμωρητικά acts of revenge, Arist.
ShortDef
revengeful
Debugging
Headword:
τιμωρητικός
Headword (normalized):
τιμωρητικός
Headword (normalized/stripped):
τιμωρητικος
IDX:
32659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32696
Key:
timwrhtiko/s
Data
{'content': 'τιμωρητικός\n τῑμωρητικός, ή, όν\n from τιμωρέω\n revengeful, Arist.; τὰ τιμωρητικά acts of revenge, Arist.', 'key': 'timwrhtiko/s'}