Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τιμητεύω
τιμητής
τιμητικός
τιμητός
τίμιος
τιμιότης
τιμοκρατία
τιμοκρατικός
τῖμος
τιμωρέω
τιμώρημα
τιμωρητέος
τιμωρητήρ
τιμωρητικός
τιμωρία
τιμωρός
τίναγμα
τινάκτειρα
τινάκτωρ
τινάσσω
τίνυμαι
View word page
τιμώρημα
τιμώρημα τῑμώρημα, ατος, τό, from τιμωρέω help, aid, succour given, c. dat., Hdt. an act of vengeance: a penalty, Plat.
ShortDef
help, aid, succour given
Debugging
Headword:
τιμώρημα
Headword (normalized):
τιμώρημα
Headword (normalized/stripped):
τιμωρημα
IDX:
32656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32693
Key:
timw/rhma
Data
{'content': 'τιμώρημα\n τῑμώρημα, ατος, τό,\n from τιμωρέω\n help, aid, succour given, c. dat., Hdt.\n an act of vengeance: a penalty, Plat.', 'key': 'timw/rhma'}