Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιλογικός
ἀντίλογος
ἀντιλοιδορέω
ἀντιλυπέω
ἀντίλυρος
ἀντίλυτρον
ἀντιμαίνομαι
ἀντιμανθάνω
ἀντιμαρτυρέω
ἀντιμαρτύρομαι
ἀντιμάχομαι
ἀντιμεθέλκω
ἀντιμεθίστημι
ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμερίζομαι
ἀντιμέτειμι
ἀντιμετρέω
ἀντιμέτωπος
ἀντιμηχανάομαι
View word page
ἀντιμάχομαι
ἀντιμάχομαι Dep. to fight against one, Thuc.

ShortDef

to fight against

Debugging

Headword:
ἀντιμάχομαι
Headword (normalized):
ἀντιμάχομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιμαχομαι
IDX:
3268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3269
Key:
a)ntima/xomai

Data

{'content': 'ἀντιμάχομαι\n Dep. to fight against one, Thuc.', 'key': 'a)ntima/xomai'}