Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τίμημα
τιμήορος
τιμή
τίμησις
τιμητεία
τιμητέος
τιμητεύω
τιμητής
τιμητικός
τιμητός
τίμιος
τιμιότης
τιμοκρατία
τιμοκρατικός
τῖμος
τιμωρέω
τιμώρημα
τιμωρητέος
τιμωρητήρ
τιμωρητικός
τιμωρία
View word page
τίμιος
τίμιος τίμιος, α, ον τῑμή valued: of persons, held in honour, honoured, worthy, Od., Hdt., Attic of things, costly, prized, Trag.: also costly, dear, Hdt. conferring honour, honourable, Aesch., Xen.:— τὰ τιμιώτατα τὰ φίλτατα, Dem.

ShortDef

valued

Debugging

Headword:
τίμιος
Headword (normalized):
τίμιος
Headword (normalized/stripped):
τιμιος
IDX:
32650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32687
Key:
ti/mios

Data

{'content': 'τίμιος\n τίμιος, α, ον\n τῑμή\n valued: \n of persons, held in honour, honoured, worthy, Od., Hdt., Attic\n of things, costly, prized, Trag.: also costly, dear, Hdt.\n conferring honour, honourable, Aesch., Xen.:— τὰ τιμιώτατα τὰ φίλτατα, Dem.', 'key': 'ti/mios'}