Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τιμήεις
τίμημα
τιμήορος
τιμή
τίμησις
τιμητεία
τιμητέος
τιμητεύω
τιμητής
τιμητικός
τιμητός
τίμιος
τιμιότης
τιμοκρατία
τιμοκρατικός
τῖμος
τιμωρέω
τιμώρημα
τιμωρητέος
τιμωρητήρ
τιμωρητικός
View word page
τιμητός
τιμητός τῑμητός, ή, όν verb. adj. of τιμάω rateable, v. ἀτίμητος.

ShortDef

rateable

Debugging

Headword:
τιμητός
Headword (normalized):
τιμητός
Headword (normalized/stripped):
τιμητος
IDX:
32649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32686
Key:
timhto/s

Data

{'content': 'τιμητός\n τῑμητός, ή, όν\n verb. adj. of τιμάω\n rateable, v. ἀτίμητος.', 'key': 'timhto/s'}