τιμητικός
τιμητικός
τῑμητικός, ή, όν
forming an estimate,
for determining the amount of punishment, πινάκιον τ. Ar.
for determining the amount of property, ἡ τιμητικὴ ἀρχή τιμητεία, Plut.: τιμητικός, οῦ, Lat. vir censorius, one who has been censor (τιμητής) , Plut.