Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τιμάω
τιμήεις
τίμημα
τιμήορος
τιμή
τίμησις
τιμητεία
τιμητέος
τιμητεύω
τιμητής
τιμητικός
τιμητός
τίμιος
τιμιότης
τιμοκρατία
τιμοκρατικός
τῖμος
τιμωρέω
τιμώρημα
τιμωρητέος
τιμωρητήρ
View word page
τιμητικός
τιμητικός τῑμητικός, ή, όν forming an estimate, for determining the amount of punishment, πινάκιον τ. Ar. for determining the amount of property, ἡ τιμητικὴ ἀρχή τιμητεία, Plut.: τιμητικός, οῦ, Lat. vir censorius, one who has been censor (τιμητής) , Plut.

ShortDef

forming an estimate

Debugging

Headword:
τιμητικός
Headword (normalized):
τιμητικός
Headword (normalized/stripped):
τιμητικος
IDX:
32648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32685
Key:
timhtiko/s

Data

{'content': 'τιμητικός\n τῑμητικός, ή, όν\n forming an estimate, \n for determining the amount of punishment, πινάκιον τ. Ar.\n for determining the amount of property, ἡ τιμητικὴ ἀρχή τιμητεία, Plut.: τιμητικός, οῦ, Lat. vir censorius, one who has been censor (τιμητής) , Plut.', 'key': 'timhtiko/s'}