Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τιμάορος
τιμάοχος
τιμάω
τιμήεις
τίμημα
τιμήορος
τιμή
τίμησις
τιμητεία
τιμητέος
τιμητεύω
τιμητής
τιμητικός
τιμητός
τίμιος
τιμιότης
τιμοκρατία
τιμοκρατικός
τῖμος
τιμωρέω
τιμώρημα
View word page
τιμητεύω
τιμητεύω τῑμητεύω, to be censor, Plut. from τῑμητής
ShortDef
to be censor
Debugging
Headword:
τιμητεύω
Headword (normalized):
τιμητεύω
Headword (normalized/stripped):
τιμητευω
IDX:
32646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32683
Key:
timhteu/w
Data
{'content': 'τιμητεύω\n τῑμητεύω,\n to be censor, Plut.\n from τῑμητής', 'key': 'timhteu/w'}