Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιλογία
ἀντιλογίζομαι
ἀντιλογικός
ἀντίλογος
ἀντιλοιδορέω
ἀντιλυπέω
ἀντίλυρος
ἀντίλυτρον
ἀντιμαίνομαι
ἀντιμανθάνω
ἀντιμαρτυρέω
ἀντιμαρτύρομαι
ἀντιμάχομαι
ἀντιμεθέλκω
ἀντιμεθίστημι
ἀντιμειρακιεύομαι
ἀντιμέλλω
ἀντιμέμφομαι
ἀντιμερίζομαι
ἀντιμέτειμι
ἀντιμετρέω
View word page
ἀντιμαρτυρέω
ἀντιμαρτυρέω to appear as witness against, to contradict solemnly, τινί Plut.

ShortDef

to appear as witness against, to contradict solemnly

Debugging

Headword:
ἀντιμαρτυρέω
Headword (normalized):
ἀντιμαρτυρέω
Headword (normalized/stripped):
αντιμαρτυρεω
IDX:
3266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3267
Key:
a)ntimarture/w

Data

{'content': 'ἀντιμαρτυρέω\n to appear as witness against, to contradict solemnly, τινί Plut.', 'key': 'a)ntimarture/w'}