Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τηρητέος
τηρός
τητάομαι
τῆτες
τηΰσιος
τιάρα
τιαροειδής
τίγρις
τίη
τιθαιβώσσω
τιθασευτής
τιθασεύω
τιθασός
τιθάς
τίθημι
τιθηνέω
τιθήνη
τιθηνητήριος
τιθηνητήρ
τιθηνός
τιθύμαλλος
View word page
τιθασευτής
τιθασευτής τῐθᾰσευτής, οῦ, ὁ, one who tames, Ar. from τῐθᾰσεύω

ShortDef

one who tames

Debugging

Headword:
τιθασευτής
Headword (normalized):
τιθασευτής
Headword (normalized/stripped):
τιθασευτης
IDX:
32618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32655
Key:
tiqaseuth/s

Data

{'content': 'τιθασευτής\n τῐθᾰσευτής, οῦ, ὁ,\n one who tames, Ar.\n from τῐθᾰσεύω', 'key': 'tiqaseuth/s'}