Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τῆνος
τηνῶθεν
τηνῶ
τηξιμελής
τῆ
τῇ
τηρέω
τήρησις
τηρητέος
τηρός
τητάομαι
τῆτες
τηΰσιος
τιάρα
τιαροειδής
τίγρις
τίη
τιθαιβώσσω
τιθασευτής
τιθασεύω
τιθασός
View word page
τητάομαι
τητάομαι τητάομαι, τήτη only used in pres. Pass., to be in want, suffer want, Hes.; τὸ τητᾶσθαι privation, Soph. c. gen. to be in want of, be deprived or bereft of, Soph., Eur.

ShortDef

to be in want, suffer want

Debugging

Headword:
τητάομαι
Headword (normalized):
τητάομαι
Headword (normalized/stripped):
τηταομαι
IDX:
32610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32647
Key:
thta/omai

Data

{'content': 'τητάομαι\n τητάομαι,\n τήτη\n only used in pres.\n Pass., to be in want, suffer want, Hes.; τὸ τητᾶσθαι privation, Soph.\n c. gen. to be in want of, be deprived or bereft of, Soph., Eur.', 'key': 'thta/omai'}