Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τηνόθι
τῆνος
τηνῶθεν
τηνῶ
τηξιμελής
τῆ
τῇ
τηρέω
τήρησις
τηρητέος
τηρός
τητάομαι
τῆτες
τηΰσιος
τιάρα
τιαροειδής
τίγρις
τίη
τιθαιβώσσω
τιθασευτής
τιθασεύω
View word page
τηρός
τηρός .τηρός, οῦ, ὁ, a warden, guard, Aesch.

ShortDef

a warden, guard

Debugging

Headword:
τηρός
Headword (normalized):
τηρός
Headword (normalized/stripped):
τηρος
IDX:
32609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32646
Key:
thro/s

Data

{'content': 'τηρός\n .τηρός, οῦ, ὁ,\n a warden, guard, Aesch.', 'key': 'thro/s'}