Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τηνικαῦτα
τηνόθι
τῆνος
τηνῶθεν
τηνῶ
τηξιμελής
τῆ
τῇ
τηρέω
τήρησις
τηρητέος
τηρός
τητάομαι
τῆτες
τηΰσιος
τιάρα
τιαροειδής
τίγρις
τίη
τιθαιβώσσω
τιθασευτής
View word page
τηρητέος
τηρητέος τηρητέος, ον, verb. adj. of τηρέω one must watch, Plat.

ShortDef

one must watch

Debugging

Headword:
τηρητέος
Headword (normalized):
τηρητέος
Headword (normalized/stripped):
τηρητεος
IDX:
32608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32645
Key:
thrhte/os

Data

{'content': 'τηρητέος\n τηρητέος, ον,\n verb. adj. of τηρέω\n one must watch, Plat.', 'key': 'thrhte/os'}