Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τηνάλλως
τηνεῖ
τήνελλα
τηνικάδε
τηνίκα
τηνικαῦτα
τηνόθι
τῆνος
τηνῶθεν
τηνῶ
τηξιμελής
τῆ
τῇ
τηρέω
τήρησις
τηρητέος
τηρός
τητάομαι
τῆτες
τηΰσιος
τιάρα
View word page
τηξιμελής
τηξιμελής τηξῐ-μελής, ές wasting the limbs, νοῦσος Anth.

ShortDef

wasting the limbs

Debugging

Headword:
τηξιμελής
Headword (normalized):
τηξιμελής
Headword (normalized/stripped):
τηξιμελης
IDX:
32603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32640
Key:
thcimelh/s

Data

{'content': 'τηξιμελής\n τηξῐ-μελής, ές\n wasting the limbs, νοῦσος Anth.', 'key': 'thcimelh/s'}